λετσαρία

λετσαρία
η
(λ. ιταλ.), σύνολο κακοντυμένων ή βρόμικων ανθρώπων: Να μη σε ξαναδώ με αυτές τις λετσαρίες!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λετσαρία — η 1. πολλοί κακοντυμένοι και βρόμικοι άνθρωποι, πολλοί λέτσοι μαζί 2. η ιδιότητα τού λέτσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέτσος + κατάλ. αρία (πρβλ. κοκετ αρία, σνομπ αρία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”